Στην άκρη μιας λωρίδας γης, εκεί που η Χαλκιδική ακουμπά το κύμα και ο ήλιος φιλάει τα πεύκα, ζούσε ο φίλος μου ο Ανδροκλής με τη γυναίκα του. Δεν ήταν μεγάλοι στα λόγια, ούτε στα σχέδια. Ήταν όμως μεγάλοι στη φροντίδα. Κρατούσαν μια καντίνα, μικρή σαν κουκούτσι ελιάς, μα γεμάτη ζωή. Εκεί, κάτω από τα πεύκα με θέα την θάλασσα, σέρβιραν σπιτικές λιχουδιές, χαμόγελα, και μια απλότητα που δεν αγοράζεται με χρήμα.

Κάθε πρωί ο Ανδροκλής πότιζε τις γλάστρες, κι η κυρά του σκούπιζε το χαλικάκι μπροστά από τα τραπεζάκια σαν να υποδεχόταν βασιλιάδες. Και κάθε βράδυ, έκλειναν τα φώτα σιγά, σαν να καληνύχτιζαν τον τόπο.
Δεν πλούτισαν ποτέ. Μα ούτε και τους έλειψε κάτι. Είχαν τον σεβασμό των πελατών, την ευχή των περαστικών και την αίσθηση πως κάνουν κάτι τίμιο.
Ώσπου μια μέρα, ήρθε το Τέρας.
Δεν είχε δόντια, ούτε νύχια. Μα φορούσε κουστούμι και κρατούσε χαρτιά με σφραγίδες. Είχε ονόματα πολλά — «Φορολογία», «Τέλη κατάληψης κοινόχρηστου χώρου», «Ανασφάλιστο προσωπικό», «Ταμειακές μηχανές με QR και διασύνδεση σε πλατφόρμες», «Αναδρομικά πρόστιμα», «Ελάχιστο ημερομίσθιο για σεζόν». Μιλούσε με γλώσσα δυσνόητη και λογάριαζε μόνο αριθμούς.
Κι ο Ανδροκλής, που ήξερε να λογαριάζει πόσα αυγά χρειάζονται για ομελέτα και πόσο αλάτι μπαίνει στη σάλτσα, βρέθηκε ξαφνικά να μετρά πρόστιμα, να απαντά σε πλατφόρμες, να κάνει “σεμινάρια ψηφιακής εποπτείας”, και να ξυπνά με το άγχος αν θα του επιτρέψουν άλλη μια χρονιά άδεια λειτουργίας για την καντίνα του – τη δική του, χτισμένη με τον ιδρώτα του.
Του είπαν πως δεν αρκεί να είσαι καλός μάγειρας. Πρέπει να έχεις νομικό, λογιστή, τεχνικό ασφαλείας και σύμβουλο επιχειρήσεων.
Του είπαν πως πρέπει να βάλει POS τελευταίας τεχνολογίας, και να πληρώνει συνδρομή για την πλατφόρμα που ελέγχει τα τιμολόγιά του σε πραγματικό χρόνο.
Του είπαν ότι για να ανανεώσει την άδεια, πρέπει να αποδείξει ότι δεν παραβιάζει τον αιγιαλό – παρότι εκεί γεννήθηκε.
Του είπαν πολλά. Πιο πολλά απ’ όσα μπορεί να σηκώσει η πλάτη ενός ανθρώπου που έμαθε να δουλεύει με τα χέρια και με την καρδιά.
Κι έτσι, ένα πρωί του Μάη, η καντίνα έμεινε κλειστή. Τα τραπέζια άδειασαν. Οι γλάστρες ξεράθηκαν. Οι τουρίστες ρωτούσαν: «Τι έγινε; Πού είναι ο Ανδροκλής;».
Εγώ ήξερα. Ο φίλος μου ο Ανδροκλής δεν έκλεισε επειδή κουράστηκε. Έκλεισε γιατί το Τέρας αποφάσισε πως δεν χωρούν οι μικροί στον χάρτη. Θέλει μόνο μεγάλους, με brand και επενδυτικά πακέτα, με δικηγορικά τμήματα και σχέδια πενταετίας.
Ο τόπος όμως, φίλε μου, δεν ζει από τους μεγάλους. Ζει από τους Ανδροκλήδες.
Κι όσο θα υπάρχουμε εμείς να τους θυμόμαστε, δεν θα έχουν χαθεί. Ίσως μια μέρα να βρουν ξανά τόπο να φυτέψουν τις γλάστρες τους σε κάποιο μέρος που να τους θέλει και να μην τους κυνηγά…